- φτωχεύω
- 1) см. φτωχαίνω;2) обанкротиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτωχεύω — Ν πτωχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχεύω με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π σε διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό)] … Dictionary of Greek
φτωχεύω — φτώχεψα, φτωχεμένος 1. αμτβ., γίνομαι φτωχός, φτωχαίνω. 2. (νομ.), έρχομαι σε κατάσταση φτώχεψης (βλ. λ.), δεν μπορώ να εκπληρώσω τις οικονομικές υποχρεώσεις μου, χρεοκοπώ, φαλίρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτώχεμα — το, Ν [φτωχεύω] πτώχευση … Dictionary of Greek
πτωχεύω — πτώχευσα, και φτωχεύω φτώχεψα, αδυνατώ να πληρώσω τα χρέη μου, χρεοκοπώ, φαλίρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)